- βλαβεραυγής
- βλαβεραυγήςbaneful-gleamingmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλαβεραυγής — ( οῡς), ές (Α) αυτός που προκαλεί βλάβη με τη λάμψη του. [ΕΤΥΜΟΛ. < βλαβερός + αυγής < *αύγος, αυγή (πρβλ. ανταυγής, διαυγής, τηλαυγής κ.ά.)] … Dictionary of Greek
βλαβεραυγές — βλαβεραυγής baneful gleaming masc/fem voc sg βλαβεραυγής baneful gleaming neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλαβεραυγέος — βλαβεραυγής baneful gleaming masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αυγή — Το χρονικό διάστημα που προηγείται της ανατολής του Ήλιου. Κατά το διάστημα της α. πραγματοποιείται το φαινόμενο του λυκαυγούς. Ο ουρανός φωτίζεται στην ανατολή και το φως διαχέεται αργά. Ο Ήλιος, όταν βρίσκεται κοντά στον ορίζοντα, φωτίζει τα… … Dictionary of Greek